- δημαγωγώ
- (AM δημαγωγῶ, -έω) [δημαγωγός]είμαι δημαγωγός, εξασφαλίζω την εύνοια τού λαού με απατηλά μέσααρχ.1. είμαι ηγέτης τού δήμου, τού λαού2. προσπαθώ να αποκτήσω την εύνοια κάποιου, σαγηνεύω κάποιον εκμεταλλευόμενος τα πάθη του («ἀλλ ἦ δημαγωγεῑ τοὺς ἄνδρας», Ξεν.)3. κάνω κάποιον δημοφιλή («ἡ δόξα τῶν ἐν Φιλίπποις γεγονότων ἐδημαγώγει τὸν Ἀντώνιον»)4. συμβουλεύω, προτείνω κάτι στον λαό για να αποκτήσω την εύνοιά του («καὶ οὐ τὰ κράτιστα εἰσηγουμένους, ἀλλά τὰ πρὸς ἡδονὴν τῷ πλήθει δημαγωγοῡντας», Διον. Αλ.)5. φρ. «δημαγωγῶ κατά τινος» — προσπαθώ να ξεσηκώσω τα πλήθη εναντίον κάποιου.
Dictionary of Greek. 2013.